Όταν ο Λεωνίδας Κουτσόπουλος καλεί τη Λωξάντρα σε βίρτουαλ ραντεβού στον χωροχρόνο.
Σίγουρα πιστό (Feedέλ). Αλλά σε τι πιστό; Σίγουρα στην κρυφή ομορφιά του μικρούτσικου κήπου στην οδό Ρόμβης απ΄ όπου έχουμε περάσει μύριες όσες φορές χωρίς να ανιχνεύσουμε το πέτρινο μονοπάτι που οδηγεί μέχρι εκεί. Ακόμα, το μαγαζί είναι πιστό και στο λίγο «φθαρμένο», λίγο industrial ύφος της σάλας με το πορτρέτο της περίλαμπρης ομορφιάς Φρίντα Κάλο ζωγραφισμένο επάνω στο τουβλάκι, σε αντίστιξη με τη γήινη υφή του υλικού. Όσον αφορά τη γαστρονομική πλευρά, ο Λεωνίδας Κουτσόπουλος, φτιάχνει ελληνικό φαγητό με αντισυμβατική προσέγγιση μεν αλλά με ελληνική γευστική ταυτότητα. Γίνεται αντιληπτή άμεσα, ακόμα και με κλειστά τα μάτια ενσωματώνοντας άνετα και γλυκά, σαν να παίρνεις μια βαθιά ανάσα, ανάλαφρες πινελιές μιας καλοδεχούμενης μοντερνιτέ .
Αξίζει να σημειωθεί πως στη μεγάλη σειρά των πιάτων που δοκίμασα, δεν υπήρξε ούτε ένα «ξεδόντιασμα» ήτοι ένα πιάτο σοβαρά λειψό σε τεχνική και γεύση, αλλά όλα κινήθηκαν σε ένα σερί επιπέδου. Ενδεικτικά λοιπόν και πρώτο τη τάξει πιάτο, οι Μελιτζάνες παπουτσάκι με κιμά από μοσχαρίσια ουρά καλυμμένο με μια φέτα γραβιέρα Νάξου και συνοδεία από κρέμα γραβιέρας Νάξου και παρμεζάνας. Μια πραγματική σπουδή στο κλασσικό ελληνικό έδεσμα και ταυτόχρονα μια σπουδή στο τυρί, με κομψή ελαφράδα και νοστιμιά να πεθάνεις. Έως και εθιστική η παντσέτα σε sous vide, περασμένη στο φούρνο με σος από χαρουπόμελο και πουρέ γλυκοπατάτας και τραγανό τηγανητό κρεμμύδι –ρουστίκ η γεύση που ανασαίνει φινέτσα από την crispy υφή του κρεμμυδιού επάνω στον μεταξωτό πουρέ.
Απροσδόκητα τα μαντί μουσακάς: τα ανατολίτικα ραβιόλια με την λεπτή φίνα ζύμη, γεμίζονται με κιμά αρωματισμένο με κύμινο και σκεπάζονται με καπνιστό γιαούρτι, λάδι καπνιστής πάπρικας, γκερεμέζι και μπούκοβο. Τρώγοντάς τα σε κάνουν να λες, ιδού η κρέμα του μουσακά με όλα τα μυριστικά της Ανατολής και τις σύγχρονες τεχνικές που πιθανότητα θα επιδοκίμαζε ακόμα και η Λωξάντρα, αν ο Κουτσόπουλος της έκανε το τραπέζι από κάποιο καπρίτσιο του χωροχρόνου!